κομπωδες

κομπωδες
    κομπῶδες
    κομπ-ῶδες
    τό хвастовство, похвальба Thuc., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κομπωδες" в других словарях:

  • κομπῶδες — κομπώδης boastful masc/fem voc sg κομπώδης boastful neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομπώδης — κομπώδης, ώδες (ΑM) [κόμπος (Ι)] 1. κομπαστικός, κενόδοξος («κομπωδεστέραν ἔχοντι τὴν προσποίησιν», Θουκ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κομπῶδες κομπασμός, αλαζονεία. Επιρρ. κομπωδῶς (Α) με κομπαστικό τρόπο …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»